πλουτογαθής

πλουτογαθής
και πλουταγαθής, -ές, Α
1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη
2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -γᾱθής / -γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι-γαθής, πολυ-γαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλουτογαθῆ — πλουτογᾱθῆ , πλουτογαθής delighting by neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλουτογᾱθῆ , πλουτογαθής delighting by masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλουτογᾱθῆ , πλουτογαθής delighting by masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήθος — γῆθος, το (Α) γηθοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής,… …   Dictionary of Greek

  • πλουταγαθής — ές, Α (δ. ανάγν.) βλ. πλουτογαθής …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”